1 μάχλος
μαχλόταται δὲ γυναῖκες Hes.Op. 586
μ. ἐς ἄνδρας Aeschrio 8.6
ἄμπελος A.Fr. 325
Ἄρης Id.Supp. 636
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάχλος